διυπνίζω
1 despertar
αὐτόνAel.NA 7.46,
τὸν θυρωρόνAesop.268,
τοὺς θῆραςEutecnius C.Par.10.20,
τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντεςSch.Od.13.119, cf. Hierocl.Facet.56, 124
•fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación
τοὺς οὕτω καθεύδονταςEuagr.Pont.Sch.Ec.35.31.
2 intr. despertarse
ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσαςLuc.Ocyp.108
•en v. med.-pas.
διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαιDiocl.Fr.141,
φοβηθεὶς διυπνίσθηνZos.Alch.Comm.Gen.10.41, cf. 11.46,
ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβηAP 9.378 (Pall.),
ἐκεῖνος δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇAesop.28, cf. 307
•quedarse dormido
τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι αἰτία ἡ τῆς τροφῆς πέψιςSimp.in Ph.1258.25
•permanecer despierto, alerta, A.Andr.Gr.50.18.