< δῐφάρετρος
δίφας >
δίφαρσος
,
-ον
• Alolema(s):
δίφαρος
EM
α
2148
hecho de dos piezas
χιτῶνες
Et.Gen
.
α
1449, cf.
Et.Sym
.1607,
EM
l.c., Zonar.s.u.
ἀφάροτος
.