< διφθεροπώλης
διφθογγίζω >
διφθέρωμα
,
-ματος, τό
piel para escribir
,
pergamino
Thd.
Is
.8.1, dud. en
PSI
953.49 (VI d.C.) en
BL
9.318 (pero v. διφθέριον).