< διύλισμα
διυλιστήρ >
διυλισμός
,
-οῦ, ὁ
purificación
διϋλισμὸς αὐτῆς (ψυχῆς)
Iren.Lugd.
Haer
.1.14.8,
τοῦ πνεύματος
Clem.Al.
Paed
.1.6.32.