< διφαδεύσει·
διφαλαγγία >
διφαλαγγαρχία
,
-ας, ἡ
cuerpo formado por dos
φαλαγγαρχίαι
, e.e., por 8192 hombres, Ael.
Tact
.9.9, v. διφαλαγγία.