< διυλισμός
διυλιστήριον >
διυλιστήρ
,
-ῆρος, ὁ
filtro
,
colador
Epiph.Const.
Exc.Mens
.p.263.24, Thdt.
Affect
.1.6,
glos. a τρύγοιπος
Sch.Ar.
Pax
535b.