< διυπνιστέον
διυποβλέπομαι >
διυποβάλλομαι
trabarse en una llave de lucha
fig.
οἱ τῇ ἴσῃ δυνάμει τῶν ἀσκητῶν διυποβεβλημένοι
Theo Sm.122.