< δῑφέω
διφθέρα >
διφήτωρ
,
-ορος, ὁ
buscador
,
explorador
βυθῶν δ.
Opp.
H
.2.435, cf. Nonn.
Par.Eu.Io
.21.7,
χρυσοῦ διφήτορες ἄνδρες
AP
8.230c (Gr.Naz.).