< διφθέρωμα
διφθόγγισμα >
διφθογγίζω
gram.
escribir con diptongo
,
Anecd.Ludw
.141.28, en v.med-pas. Hdn.
Epim
.167, Theodos.Gr.
Sp
.114.4, Eust.1571.29, Tz.
H
.6.675.