διαστοιχίζομαι διαστολεύς διαστολή διαστολίδιν διαστολικόν διαστόλιον διάστολον διαστομαχίζομαι διαστομόω διαστόμωσις διαστόρνυμι διαστομωτρίς διαστοχάζω διάστρα διαστραπή διαστράπτω διαστρατεύομαι διαστρατηγέω διαστρεβλόω διάστρεμμα διαστρεπτέον διαστρέφω διαστροβέω διαστροτήρ διαστροφαόμαι διαστροφεύς διαστροφή διάστροφος διάστρωμα διαστρώννυμι διαστρωτήρ διαστυγνάζω διαστύλιον διάστυλος διαστυλόω διαστύρακοι διαστύφω διασυγχέω διασυγχύνω διασυκάξαι· διασυλάω διασυλλαμβάνω διασυμβαίνω διασυνιστάνω διασυνίστημι διασυντηρέω διασυντρέχω διασυρίζω διασυρίττω διάσυρμα διασυρμός Διάσυρος διάσυρσις διασυρτέον διασύρτης διασυρτικός διασυρτός διασύρω διασύστασις διασυστατικός διασφαγή διάσφαγμα διασφαιρίζω διασφαιρόομαι διασφακτήρ διασφαλίζομαι διασφαλισμός διασφάλλω διασφάξ διασφάττω διασφενδονάω