διασφενδονάω
I tr.
1 lanzar con honda
τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησανD.S.17.83
•en v. pas. ser esparcido, salir disparado
τῶν ἀνδρῶν ... διασφενδονηθέντωνen un barco que choca, Plu.Marc.15,
λίθοι διασφενδονώμενοιAgath.3.25.5.
2 desmembrar, descuartizar
Βῆσσον ... εὑρὼν διεσφενδόνησενPlu.Alex.43.
II intr. en v. med. esparcirse, dispersarse en todas direcciones
ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους ... οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντοX.An.4.2.3, cf. D.C.56.14.2.