< Διάσυρος
διασυρτέον >
διάσυρσις
,
-εως, ἡ
1
acción de tirar
,
levantamiento
de una gasa
, Paul.Aeg.6.62.3.
2
burla
,
menosprecio
δ. δέ ἐστιν ψόγος διασυρτικός
Clem.Al.
Paed
.1.9.81.