ᾀσμᾰτοκάμπτης ἀχυροπαραλήμπτης δωρολήμπτης διόπτης ἐκκόπτης· Δηλόπτης ἀναγκεπόπτης ἀκαιροεπόπτης γαστρόπτης ἀρτόπτης αὐτόπτης ἐνεφόπτης αἰγύπτης δύπτης γλύπτης ἀγαλματογλύπτης ἐνθρύπτης δρώπτης· δάρτης ἀλευροκαθάρτης διάρτης ἁμαρτής ἀναμαρτής δειγματοάρτης ἀπαρτής βησάρτης ἀντάρτης δημαγέρτης ἐγέρτης δημοεγέρτης δημηγέρτης βροτοκέρτης Ἀμέρτης ἀορτής δαλματικομαφόρτης δελματικομαφόρτης ἀγύρτης διασύρτης ᾀστής βιβαστής ἐκβιβαστής ἐμβιβαστής· ἀκριβαστής Ἀμβάστης ἀγαστής· Ἀναγάστης διασκεδαστής ἀκαιροσπουδαστής Βακχεαστής Διζάστης αἰαστής βιαστής ἐκβιαστής ἁγιαστής αὐτοσχεδιαστής ἀκηδιαστής Δηλιαστής ἀπηλιαστής ἐγκωμιαστής ἀφηνιαστής ἐνυπνιαστής ἐνδοιαστής γελοιαστής ἀνδαπιαστής ἀποτροπιαστής Ἀπολιναριαστής ἐκφοριαστής ἀροτριαστής ἐνεχυριαστής ἀντιστασιαστής ἐκκλησιαστής