< αὐτοσχεδιασμός
αὐτοσχεδιαστικός >
αὐτοσχεδιαστής
,
-οῦ, ὁ
inexperto
op.
τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν
X.
Lac
.13.5, cf. Stratt.82.