δύπτης, -ου
I que se zambulle, buceador de aves marinas
καύηκεςCall.Fr.522,
κηρύλοςLyc.387, cf. Euph.131.49v.G.
•de pers.
Ἀτλαντίδος δ. κέλωρLyc.73, cf. 752.
II subst. ὁ δ.
1 de pers. el que se zambulle, buceador
δύπται σπογγοτόμοι τεOpp.H.2.436, cf. 4.593, Hsch.
2 zool. cormorán o gaviota
δύπται λέγονται αἱ αἴθυιαιEM 291.19G.