< ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστικός >
ἀποτροπιαστής
,
-οῦ, ὁ
conjurador
ἀ. δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι τὸν ἥλιον
Sch.A.
Pers
.203 (p.440) D.