< δημηγερσία
δημηγορέω >
δημηγέρτης
,
-ου, ὁ
agitador
,
sedicioso
Leontius et Iohannes
Sacr
.M.86.2021D,
Gloss
.2.269, cf. δημαγέρτης, δημοεγέρτης.