< ἄχῡρον
ἀχυροπαροχία >
ἀχυροπαραλήμπτης
,
-ου, ὁ
recaudador del impuesto sobre el salvado
μέτοχοι ἀχυροπαραλῆ(μπται)
OStras
.444 (II d.C.),
OBodl
.1654.1 (II d.C.) en
BL
7.299.