< ἀκαιροδαπιστής
ἀκαιρολογέω >
ἀκαιροεπόπτης
,
-ου
espectador inoportuno
οὐκ ἔσῃ ... ἀ. τῶν κακῶς ζώντων
Const.App
.1.4.1.