< ἁμάρτημος
ἁμάρτησις >
ἁμαρτής
,
-ές
pecaminoso
λόγος
Epiph.Const.
Haer
.69.52
•
subst. ἁ.,
τὸ ... εἰς γάμον τρέπεσθαι
Epiph.Const.
Haer
.61.6.