< δαλματικομαφόριον
Δαλματικός >
δαλματικομαφόρτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
δελμ-
POxy
.1273.12, 14, 15 (III d.C.)
• Grafía:
graf. δελματικομαφόλ-
DP
22.13, dud. δελματικομάφερτ[ο]ς
DP
19.43, cf. 13, 16
capa
o
dalmática con capucha
,
DP
ll.cc., 22.5, 6
POxy
.ll.cc.