γοητόστομος
δῐχόστομος
1 δύστομος
2 δύστομος
βᾰθύστομος
βᾰρύστομος
δασύστομος
βραχύστομος
δρῠτόμος
βραχύτομος
γεωτόμος
ἁρμός
βάρμος
Γάρμος
δαρμός
ἀποδαρμός·
ἄναρμος
βηταρμός
Αὔσταρμος
ἀμφαρμός
ἀγερμός
ἄδερμος
αἰολόδερμος
αὐτόδερμος
ἄθερμος
*Ἄθερμος
διάθερμος
ἔκθερμος
ἔνθερμος
διένθερμος
ἀπόθερμος
αὐτοθερμός
ἄκερμος
ἄσπερμος
διάσπερμος
ἔνσπερμος
ἐναγγειόσπερμος
ἐνυμενόσπερμος
γυμνόσπερμος
δύσερμος
ἀμφίτερμος
Ἀρχέρμος
εἱρμός
βόρμος
ἀνακορμός
δίκορμος
ἄνορμος
ἔνορμος·
δυσπρόσορμος
δύσορμος
ἀνατορμός
ἄφορμος
ἐνάφορμος
βυρμός
ἀγυρμός
ἀποδυρμός
διασυρμός
ἀναφυρμός
ἀχυρμός
Βῶρμος
ᾀσμός
ἀασμός
βασμός
ἀναβασμός
διαβιβασμός
ἀναβιβασμός
ἐκβιβασμός
ἐμβιβασμός
ἀντεμβιβασμός
ἀποσυμβιβασμός
ἀποβιβασμός