< βραχυστομία
βρᾰχῠσυλλᾰβία >
βραχύστομος
,
-ον
de boca estrecha
λιμήν
Str.14.1.24,
ἀγγεῖα
Plu.2.47e,
ὀπαί
Hld.8.16.4.