ἀμφαρμός, -οῦ, ὁ
sc. λίθος sillar
λίθοι λευκοὶ ὀγδοήκοντα δύω, ὧν ἀμφαρμοὶ ἐπὶ τὸ μέγα θύρωμα τέσσαρεςIst.Mitt. 19/20.238.12 (Dídima II a.C.).
λίθοι λευκοὶ ὀγδοήκοντα δύω, ὧν ἀμφαρμοὶ ἐπὶ τὸ μέγα θύρωμα τέσσαρεςIst.Mitt. 19/20.238.12 (Dídima II a.C.).