γεωτόμος, -ον
• Alolema(s): γειοτόμος A.R.1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.2.411, 6.375, 37.400
que rotura la tierra
ἄροτρονA.R.l.c., Opp.l.c.,
ὅπλονAP 10.101 (Bianor),
τρίαιναNonn.D.2.411, cf. 6.375,
ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίηςNonn.D.37.400
•subst. ὁ γ. labrador, AP 9.741.