< ἀχύρμιος
ἀχυροβολών >
ἀχυρμός
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[ᾰ-]
montón de paja
κλητῆρί τ' εἰς ἀχυρμὸν ἀποδεδρακότι
Ar.
V
.1310 (v.l. ἀχυρόν cód.).