< διενηνεγμένως
διενθυμέομαι >
διένθερμος
,
-ον
caliente
διένθερμον σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα
como causa de esterilidad
, Aët.16.26.