< ἀνακορέω
ἀνακός >
ἀνακορμός
,
-οῦ
sent. dud.
ἀνακορμὸν ἄξονα καινὸν ἐπὶ ἡμέρας (δύο)
SB
9409.6.26 (III a.C.), cf. ἀνατορμός.