ἐκκλησιέκδικος
δημέκδικος
ἀντέκδικος
ἀλαβανδικός
ἔνδικος
ἀειφιλόδικος
Δημόδικος
Αἰχμόδικος
ἁγνόδικος·
ἀποινόδῐκος
διεξοδικός
ἀπόδικος
ἀνυπόδικος
ἀκρόδικος
ἀπρόδικος
ἀμετρόδῐκος
ἀριστόδικος
Ἀριστόδῐκος
αὐτόδικος
Αὐτόδικος
ἀμφοδικός
Ἀσφόδικος
ἀρδικός·
βᾰρύδῐκος
αὐλῳδικός
εἰκός
βεῖκος
γεϊκός
Δεκελεικός
Ἄμεικος
Ἀκαδημεικός
ἄνεικος
ἀφιλόνεικος
ἐμφιλόνεικος
βοεικός
Ἀρεϊκός
Δᾱρεικός
ἀρηϊκός
ἀγαθικός
ἀνδραγαθικός
ἐθικός
Αἴθῐκος
ἀνθικός
ἀκανθικός
Γοτθικός
ἀκολουθικός
Ἀχαιικός
αἰδοιϊκός
εἰδωλοποιικός
ἀγαλματοποιικός
ἀρτοποιϊκός
Δακικός
βλᾰκικός
βυβλιοφυλακικός
ἀρακικός
Ἀμβρᾰκικός
Ἀμπρακικός
βηκικός
γυναικικός
ἀγροικικός
βελουλκικός
δουκικός
1 ἁλικός
2 ἁλίκος
Ἁλικός
δαιδᾰλικός
διδασκαλικός
Ἀτταλικός
ἑλῐκός
βελικός
ἀγελικός