ἀνυπόδικος, -ον
jur. inmune, inviolable, BGU 1273.35 (III a.C.), Plu.Cat.Mi.11, IG 12(7).67.67 (Amorgos), ICr.2.26.1.26,
ἀ. πάσας δὶκας κα[ὶ] ζαμίαςGDI 1685 (Delfos)
•pred.
ἀ. περιπατείνIG 42.126.11 (Epidauro).
ἀ. πάσας δὶκας κα[ὶ] ζαμίαςGDI 1685 (Delfos)
ἀ. περιπατείνIG 42.126.11 (Epidauro).