γομφώδης
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
γονάγρα
γοναγρός
Γονανή
γονάς
Γονατᾶς
γονᾰτίζω
γονάτιον
γονατίς
γονατόδεσμος
γόνατον
γονατόομαι
γονατώδης
γονάχιον
γονάω
Γόνδραι
γονεά
*ΓονεϜάτας
γονεία
Γονεῖς
γονετής
γονεύς
Γονεύς
γονεύω
γονή
γονής
γόνθος
γονιαῖος
γονίας
γονίζω
γονικόθεν
γονικός
γονίλυπος
γονιμοποιός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
*γονιοι
Γοννοκόνδυλος
γοννόρροια
Γόννος
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
Γόνοι
†γόνοιον†
γονοκτονέω
γονοκτονία
Γονομάνοι
†γόνον·
γονόπαις
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοποιός
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονόρροιος
γονορρυέω
γονορρυής
γόνος
γονοτύλη
Γονοῦσσα