γονοποιέω


1 fecundar, engendrar ὡς ἄρρην γονοποιεῖ, ... ὡς θῆλυς τίκτει Gp.9.4, cf. Aët.16.17 (p.20), Sch.Lyc.899.

2 hacer fértil ὑμᾶς Al.Le.26.9.