γονατόομαι
1 bot. de tallos desarrollar nudos
τὰ σιτώδη ... γονατοῦταιThphr.HP 8.2.4,
λιγυστικὸν ... γεγονατωμένονDsc.3.51.
2 estar provisto de coyunturas o rodillas
λέγομεν μὴ πάντως τὰ ἐπουράνια ἔχειν σώματα γεγονατωμέναOrigenes Comm.in Eph.3.14.