< γομφωτήρ
γομφωτικός >
γομφωτήριον
,
-ου, τό
en carpintería
espiga
,
almilla
,
IG
11(2).163A.14 (Delos III a.C.), Hero
Aut
.27.1,
glos. a τέρετρα
Sch.
Od
.5.246
•
γομφωτήρια· ἧλοι
Hsch.