< γονορροϊκός
γονορρυέω >
γονόρροιος
,
-ον
aquejado de gonorrea
subst.
γονορροίοις ... καὶ λεπροῖς ἡ πόλις ὅλη ... ἀπεκέκλειστο
I.
BI
5.227.