γομφωτήρ, -ῆρος, ὁ


1 carpintero ἐς τί πίτυν πελάγει πιστεύετε, γομφωτῆρες; AP 9.31 (Zelot.).

2 cirug. instrumento quirúrgico del tipo del escalpelo para cortar el hueso ἐκκοπέα ... τῶν στενῶν καὶ πάχος ἱκανὸν ἐχόντων, οἷοί εἰσιν οἱ καλούμενοι γομφωτῆρες Antyll. en Orib.44.20.15.