γόμφωσις, -εως, ἡ
1 ensambladura
χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσειςSch.Theoc.7.105.
2 anat. gónfosis un tipo de articulación
ἡ δὲ γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξινGal.2.738
•del cuerpo armazón
τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένηςEun.VS 474.