γόνιμος, -ον
• Morfología: [fem. -η Hp.Vict.1.25, Epid.2.6.8, AP 6.218 (Alc.Mess.); -α Isyll.53]
I sent. fís., rel. la procreación
1 de fetos, recién nacidos, etc. viable
τὰ δίδυμα ... γόνιμα τε γίνεται ἅμα ἐς φάοςHp.Vict.1.31, cf. 1.26,
τὰ ἐν ἑπτὰ τεσσαρακοντάσι τικτόμενα ... πλεῖστον ἀπέχει τῶν γονίμων παιδίωνHp.Oct.10.4, Ph.1.45,
τὸ ἐπικύημα ... ἐπιτίκτει ὕστερον οὐ γ.Hp.Superf.1, cf. Arist.GA 736a35,
γονίμαν δ' ἔλυσεν ὠδῖναIsyll.l.c.
•subst.
προέτεκον οὐ γόνιμαHp.Superf.17.
2 fecundo, fértil
ἐν τῇσιν ἡλικίῃσι τῇσι γονίμῃσιHp.Vict.1.25,
φύσιςPl.Lg.839a,
op. ἄγονον: σπέρμαArist.HA 523a25,
τὸ εἶδοςPlot.3.6.19,
ᾠὰ γόνιμα op. ὑπηνέμιαArist.GA 730a6, de las mujeres
ἡ τῶν ἀτέκνων καὶ γονίμων γυναικῶν ... πεῖραArist.Pr.876b12, del macho, Arist.HA 546a2,
(ὁ θεός) τὸ μὲν ἄρρεν ... τὸ δὲ θῆλυ ἀποδείξας ... γόνιμον τὴν ὁμιλίαν αὐτῶν ἐποίησενD.C.56.2.4
•fecundo, generativo, tanto materno como paterno
πρὸς πέδῳ τιθεῖσα γόνιμα μέλεαde Clitemestra, E.El.1209,
γ. φλέψpene
κειράμενος γονίμην τις ἄπο φλέβαAP l.c.,
γόνιμα μέρεαórganos genitales Aret.SD 2.5.1
•subst. neutr. plu.
τὰ γόνιμαsemen Hp.Oss.15,
ἀνδράσι συγκοιμώμενοι ... πολλάκις ... τῶν γονίμων στερίσκονταιVett.Val.73.12
•sg. τό γ. fuerza generadora de Heracles
πολὺ τὸ Δίϊον εἶχε καὶ τὸ γόνιμονOlymp.in Alc.156.14,
οἱ φιλόσοφοι τὸν βίον τὸν ἀνθρώπειον θαλάττῃ ἀπεικάζουσιν διὰ τὸ ταραχῶδες καὶ γόνιμον καὶ ἁλμυρόνOlymp.in Grg.47.6,
τῆς χώρας ὑμῶν τὸ γ.Gr.Naz.M.35.1233C.
3 del agua, la tierra, etc. fructífero, productivo, que fecunda del Nilo con su limo
τὴν σύγκρισιν εἴπατε ... πελάγους καὶ Νείλου γονίμουGDRK 3.6, cf. SB 2074,
ὑδάτων γονίμων δαψιλεῖς ἐπομβρίαςVett.Val.386.25
•de hierbas medicinales útil Hp.Ep.10.2
•c. gen. productor, generador de
νέφος ... γόνιμον ὕδατοςArist.Mu.394a27,
θερμότης ... γ. ... ζῴων καὶ φυτῶνThphr.Ign.44,
ἅπαν ἦν γόνιμον ἡμέρων καρπῶνLuc.Am.12,
ἡ γῆ ἡ Λίβυσσα ... θηρίων γ.Ael.NA 7.5
•metáf.
πηγαί τινές εἰσιν αἱ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταταιLongin.8.1.
4 productivo, generativo del número impar
(ὁ περιττός) γ. γάρ ἐστι καὶ κρατεῖ τοῦ ἀρτίου συντιθέμενοςPlu.2.288d
•ref. a tiempo y esp. del día crítico en la enfermedad o día en que los síntomas producen un efecto
ἐν ἡμέρῃ γονίμῳHp.Epid.2.5.12,
ἡ γονίμη (sc. ἡμέρα)Hp.Epid.2.5.15,
ἔτει δὲ γονίμῳHp.Epid.2.6.8,
γονίμῳ μηνίHp.Epid.2.6.10
•interpr. como impar Erot.29.20, Hsch.
II fig.
1 de pers. o rel. actividades intelectuales fecundo, creativo, productivo
μετ' ἀνδρῶν γονίμων βουλεύσασθαιHp.Ep.1,
ποιητήςAr.Ra.96,
γ. ὁ λόγος καὶ τέλειός ἐστινCorn.ND 16, cf. Olymp.in Alc.53.11, Marin.Procl.22,
ἡ γλῶσσαLuc.Rh.Pr.23,
σχολήD.C.38.28.2,
ὁ δὲ τοῦ Διὸς (κύκλος) ... ἐν μὲν ἡμερίοις πνεύμασι γ. ὤνAristid.Quint.122.5,
πα[ρά]γουσίν τι γ.aportan algo productivo Phld.Cont.2.4
•subst. τὸ γ. fecundidad, creatividad
τὸ ... εὐμαθὲς αὐτοῦ καὶ γ. τῆς ψυχῆςMarin.Procl.5.
2 auténtico
εἴδωλον καὶ ψεῦδος ... ἢ γόνιμόν τε καὶ ἀληθέςPl.Tht.150c,
γ. ποταμῶν ... ὕδωρ op. νόθονAP 9.277 (Antiphil.)
•legítimo
παῖδα ... ἑτέρῳ δῶκεν ... ἀνδρί, ὃς ... ἶσον γονίμοισι τίεσκενMan.6.56.
III adv. -ως fértilmente
σπέρμα ... ἐν τῇ μήτρᾳ γ. κρατηθῆναιPorph.Gaur.2.2.