Ἀκμόνιον ἄλσος
*Ἀκμόνιος
ἀκμονίσκος
Ἀκμονίτης
ἀκμονόθετον
1 ἄκμων
2 ἄκμων
Ἄκμων
ἄκναι
ἀκναμπτεί
ἄκναμπτος
ἄκναπτος
ἀκναφάριος
ἀκναστής
ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνηστον
ἀκνίδη
ἄκνῑσος
ἀκνίσωτος
ἀκοάζομαι
ἀκοαί
ἀκοαστῆρες
ἀκογγιστ-
ἀκοή
ἀκοΐδιον
ἀκοιλάντως
ἀκοίλινον
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
Ἀκοίμητοι
ἀκοίμητος
ἀκοίμιστος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
ἀκοινώνητος
ἀκοινωνία
ἀκοινώτητος
ἀκοιτέω
ἀκοίτης
Ἀκοίτης
Ἀκοίτιον
Ἀκοίτιος
ἄκοιτις
ἄκοιτος
Ἄκολα
ἀκολάζω
ἀκολάκευτος
ἀκόλακος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολαστέω
ἀκολάστημα
ἀκολαστητέον
ἀκολαστία
ἀκόλαστος
ἀκολαστότης
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
[ἀκολλ]ύβιστος
ἀκολ(οβός)
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολούης
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητικός