< ἀκμονίσκος
ἀκμονόθετον >
Ἀκμονίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀκμονειάτης
acmonita
ét. de Acmonia, St.Byz.s.u.
Ἀκμονία
.