εἰρωνικός
ἁμαξικός
Ἀμαξικός
δοξικός
ἄοικος
βοϊκός
ἁλίοικος
ἀερίοικος
ἀπωλεσίοικος
ἐγρεσίοικος
ἀσόλοικος
ἁπλοϊκός
ἄνοικος
ἔνοικος
αἰένοικος·
δυσπνοικός
ἁμάξοικος
ἄποικος
Ἄποικος
ἄγροικος
αἱμοροϊκός
ἄπροικος
ἔμπροικος
διαρροϊκός
αἱμαρ<ρ>οϊκός
αἱμορροϊκός
γονορροϊκός
δύσοικος
ἐγκάτοικος
δημοκάτοικος
ἄντοικος
αἱμαπτοϊκός
αὔτοικος
ἐμβρύοικος
ἀργυροχοϊκός
Αἰθιοπικός
δημοκοπικός
δοξοκοπικός
ἀρτοκοπικός
ἀστεροσκοπικός
Δολοπικός
ἐντροπικός
ἐλαιοτροπικός
δυστροπικός
Δρυοπικός
ἀντιτυπικός
γνωμοτῠπικός
αἰγιλωπικός
ἀνθρωπικός
ἐνανθρωπικός
Αἰσωπικός
δυσωπικός
Ἀβαρικός
βαρβᾰρικός
Βαρβαρικός
Ἀργαρικός
Δαρικός
βεραιδαρικός
Γανδαρικός
Βαλεαρικός
Βαλιαρικός
ἀρκαρικός
βιλλαρικός
βασσαρικός
βλεφαρικός
βρικός
ἀγρικός
Ἀγρικός
Γαλαδρικός
ἑδρικός