ἄποικος, -ον


I 1colono τῶν Ἀθηναίων Hdt.5.97, cf. 1.174, 2.33, 5.9, Th.4.103, CID 1.13.2 (IV a.C.), Plb.16.12.2, ἄποικοι ὄντες Th.1.25, 38, 7.57, Str.10.4.17, cf. 6.6
fig. Χάλυβος Σκυθῶν ἄ. A.Th.728, ἐν Τάραντι ... παρὰ τοῖς ἡμετέροις ἀ. Pl.Lg.637b, ὁ κρατούμενος αὐτοῖς [τ]οῖς ἀ. SB 9897ue.3 (II d.C.), cf. IG 12.46.10, 15 (V a.C.)
de ciudades que es colonia πόλιν Ἑλληνίδα ... Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ X.An.5.3.2, cf. 6.2.1, πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ' εἰσὶν ἄποικοι Ar.Lys.582, (Νίσιβις) ἀ. ἡμῶν νομίζεται D.C.36.6.2, Λύττος δ' ἡ Λακεσαιμονίων μὲν ἄ. Plb.4.54.6, χώρα ἄ. Plu.2.630b.

2 habitante, ciudadano ἄ. Ἡλίου πόλεως POxy.719.2 (II d.C.).

II alejado de su país, desterrado γῆς μ' ὅπως πέμψεις ἄποικον S.OT 1518.