< δημοκατάρατος
δημοκηδεμών >
δημοκάτοικος
,
-ου
colono del demo
ἔδοξε δη[μο]κατοίκοις ... καὶ Ῥωμαίο[ι]ς
TAM
5.802 (Lidia I d.C.).