< ἀρτοκοπία
ἀρτοκόπισσα >
ἀρτοκοπικός
,
-ή, -όν
de tahona
ἄρτος
un pan de tahona
LXX 1
Pa
.16.3, cf.
Gp
.20.46.3
•
subst. τὸ Ἀ.
Tratado de bollería
Chrysipp.Tyan. en Ath.647c (pero cf. ἀρτοποιϊκός).