γνωμοτῠπικός, -ή, -όν
1 hábil acuñador de sentencias
συνερτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γ. καὶ ... κρουστικόςde un sofista, Ar.Eq.1379.
2 adv. -ῶς sentenciosamente Sud.
συνερτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γ. καὶ ... κρουστικόςde un sofista, Ar.Eq.1379.