διαρροϊκός, -ή, -όν
medic. que padece diarrea, diarreico
σκευάζεται δὲ καὶ διὰ τῆς ῥίζης τροχίσκος πρὸς διαρροϊκούςThessal.219.10, cf. Ruf. en Orib.7.26.6, Theod.Prisc.Log.37.
σκευάζεται δὲ καὶ διὰ τῆς ῥίζης τροχίσκος πρὸς διαρροϊκούςThessal.219.10, cf. Ruf. en Orib.7.26.6, Theod.Prisc.Log.37.