< Γαλαδραῖος
Γάλαδρος >
Γαλαδρικός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
Γαλαδραϊκός
St.Byz.s.u.
Γαλάδραι
galádrico
,
de Galadras
Plb. en St.Byz.l.c.