δέρκηθρον
δερκία
δερκιάομαι
Δέρκιππος
δέρκομαι
Δερκυλίδας
Δερκυλίδειος
Δερκῠλίς
δερκύλλειν·
Δέρκῠλος
Δέρκυνος
δέρμα
δερμάτειος
δερματηρά
Δερματήσιοι
δερματίδιον
δερματική
δερματίκιον
δερματικός
δερμάτινος
δερμάτιον
δερματοβάφος
δερματοθήκη
δερματόκολλα
δερματομαλάκτης
δερματόομαι
δερματόπτερος
δερματοπώλης
δερματοράφος
δερματουργικός
δερματουργός
δερματοφαγέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματώδης
δέρμη·
Δέρμη
δερμηστής
δέρμητες·
δερμοκουκούλιον
Δερμονεῖς
δερμόπτερος
δερμορράφιον
δερμότυλον
δερμύλλω
Δέρνης
*Δερξεύς
Δερξίας
δέρξις
δέρον
δέρος
δέροτρον·
Δερραῖοι
δέρρη
δερρίδιον
δερρῐδόγομφος
Δέρριμα
Δέρριοι
δέρριον
Δερρίοπες
Δερρίοπος
δέρρις
Δέρρις
δερρίσκος
δερριστήρ
Δερσαῖοι
δερτόν
δέρτρον
Δερτών
Δέρτωσσα
Δερφοί