< δερματόκολλα
δερματόομαι >
δερματομαλάκτης
,
-ου, ὁ
ablandador
o
suavizador de pieles
, e.e.,
curtidor
Hsch.s.u.
σκυτοδέψης
, Sch.Pl.
Grg
.517e.