δέρριον, -ου, τό


1 piel, pellejo ψιλὸν περὶ πλευρῇσι <δέρριον> βοός Anacr.82.3, χείλη ... οἷον δέρριά τινα Ps.Caes.139.119.

2 δ.· τρίχινον σακίον Hsch.